πούλος — και πούλλος, ο, Ν 1. νεοσσός πτηνού, κυρίως τής κότας 2. το φυτό μήκων, κν. παπαρούνα 3. μτφ. πέος 4. φρ. «πήρε τον πούλο» απέτυχε, δεν κατόρθωσε να κάνει τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pullus «νεοσσός»] … Dictionary of Greek
Ioannis Poulos — (griechisch Ιωάννης Πούλος) war ein griechischer Fechter. Poulos nahm an den Olympischen Sommerspielen 1896 in Athen als Fechter (Florett) teil. Er wurde in der Vorrunde Letzter der Gruppe A und verlor alle drei Wettkämpfe. Er wurde… … Deutsch Wikipedia
Стергиопулос — (греч. Στεργιοπουλος) старинный греческий недворянский род восходящий к 18 веку. Стергиопулос Родоначальник: Стергиос Стергиопулос Место происхождения: регион Эпир Подданство: Греческая Монархи … Википедия
-πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη … Dictionary of Greek
Σουλιωτοπούλα — η, Ν νεαρή Σουλιώτισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σουλιώτης + κατάλ. πούλα, θηλ. τού πούλος* (πρβλ. χωριατο πούλα)] … Dictionary of Greek
επώνυμο — Το όνομα της οικογένειας ή του οίκου που συνοδεύει το προσωπικό όνομα. Στους αρχαίους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου, στο προσωπικό όνομα προσέθεταν μερικές φορές το όνομα του πατέρα. Στους Άραβες, π.χ., Μοχάμετ ιμπν Άφαν και στους Εβραίους … Dictionary of Greek
ερωτόπουλο — το (Μ ἐρωτόπουλον) [έρως] μικρός έρωτας, ερωτιδέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + πουλο, που έχει την σημ. «μικρό παιδί», ουδ. τής κατάλ. πουλος < λατ. pullus «νεοσσός» (πρβλ. βασιλό πουλο, ελληνό πουλο κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ευνουχόπουλος — εὐνουχόπουλος, ό και εὐνουχόπουλον, τὸ (Μ) νεαρός ευνούχος, ακόλουθος και παρακοιμώμενος επίσημων προσώπων ή γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευνούχος + πουλος «μικρός, παιδί» (< λατ. pullus «νεοσσός, πώλος»)] … Dictionary of Greek
καδοπούλα — καδοπούλα, ἡ (Μ) μικρός κάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάδος + υποκορ. κατάλ. πουλα (θηλ. τής κατάλ. πουλος < λατ. pullus «πώλος»), πρβλ. ψαρο πούλα] … Dictionary of Greek
καλοφωνόπουλον — καλοφωνόπουλον, τὸ (Μ) (υποκορ. τού καλόφωνος*) καλλίφωνο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλόφωνος + πουλον (ουδ. τής κατάλ. πουλος < λατ. pullus «πώλος»), πρβλ. Ελληνό πουλο] … Dictionary of Greek